ψηλομύτης

ψηλομύτης
-α, -ικο, Ν
μτφ. ακατάδεχτος, περηφήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + -μύτης (< μύτη), πρβλ. φαρμακο-μύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατάδεκτος — η, ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης μσν. ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταδέχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία] …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ψώνιο — και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν 1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια») 2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος 3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • υπερόπτης — ο αλαζόνας, αγέρωχος, ακατάδεχτος, ψηλομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψηλόφρονας — ο 1. αυτός που έχει υψηλά φρονήματα, γενναιόφρονας, μεγαλόψυχος. 2. περήφανος, αγέρωχος, αλαζόνας, ψηλομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”